- ἐστυμμένως
- ἐστυμμένως, Adv., ([etym.] στύφω)A tightly, Eust.155.19.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εστυμμένως — ἐστυμμένως (Μ) επίρρ. σφιχτά, στενά. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. παθ. παρακμ. εστυμμένος τού ρ. στύφω] … Dictionary of Greek
ἐστυμμένως — tightly indeclform (adverb) ἐστῡμμένως , στύφω contract perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)